- χήνημα
- χήνημαwide gapeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χήνημα — τὸ, Α το να γελάει κανείς περιφρονητικά με ανοιχτό το στόμα εις βάρος κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χην τής εκτεταμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χαίνω + κατάλ. ημα (βλ. και λ. χάσκω)] … Dictionary of Greek
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek